- λαίμαργος
- -η, -ο (AM λαίμαργος, -ον, Μ θηλ. και -η)αυτός που τρώει σε μεγάλη ποσότητα και γρήγορα, άπληστος, αχόρταγος, αδηφάγος (α. «Ιδού χάσκει το λαίμαργον στόμα τυράννων», Κάλβ. β. «λαίμαργος δὲ μάλιστα τών ἰχθύων ἐστὶν ὁ κεστρεύς καὶ ἄπληστος», Αριστοτ.)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο λαίμαργοςβοτ. βλαστός ο οποίος απορροφά μεγάλο μέρος τού χυμού τού φυτού, αναπτύσσεται σε βάρος άλλων βλαστών και παράγει λίγους ή καθόλου καρπούςνεοελλ.-μσν.1. φιλάργυρος2. ακόρεστος, ανικανοποίητος.επίρρ...λαιμάργως και λαίμαργα (Α λαιμάργως)με λαίμαργο τρόπο, άπληστα, αχόρταγα («λαιμάργως ἐσθίειν», Στοβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. *λαιμόμαργος, με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία): < λαιμός + -μαργος < μάργος «άπληστος, αδηφάγος» (πρβλ. γαστρί-μαργος). Κατ' άλλους, το α' συνθετικό είναι το επιτατικό μόριο λαι-(βλ. λα-)].
Dictionary of Greek. 2013.